- προκατέχω
- Α1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.)3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.)4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ προκατέχοντες ταῑς ἡλικίαις καὶ ταῑς δόξαις», Πολ.)5. (για αγελαία ζώα) είμαι οδηγός τής αγέλης6. μέσ. προκατέχομαικρατώ κάτι μπροστά μου, μπροστά από το πρόσωπό μου («προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην», Ύμν. Δημ.)7. παθ. α) προκαθορίζομαι, είμαι αποτέλεσμα ενός πράγματος («προκατέχεσθαι ὑφ' ἑτέρας αἰτίας», Διογ.)β) μτφ. προκαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από προκαταλήψεις.
Dictionary of Greek. 2013.